Την επομένη ξεκινήσαμε πάλι πρωί με προορισμό την Rocellica Ionica ένα χωριουδάκι στην Νότιο ανατολική μεριά της Ιταλίας. Ο καιρός είχε πέσει πάρα πολύ στα 20 μίλια και τα σκάφη πηγαίνανε αργά και βασανιστικά κόντρα στα μεγάλα κύματα που είχαν ξεμείνει από την Σοροκάδα των προηγούμενων ημερών. Καθώς φτάσαμε στο νοτιοδυτικό άκρο και το περάσαμε είχαμε το κύμα στο πλάι ενώ ο αέρας έκοψε υπερβολικά.

 


(Το ντύσιμο και η προετοιμασία για να ξεκινήσουμε καθημερινη ρουτίνα. Ο Τουλάστιχος απολαμβάνει την καφεδάρα του!)

Το κύμα μας κουνούσε πολύ άτσαλα για αρκετές ώρες ώσπου ξαφνικά ο αέρας φρεσκάρισε και περνώντας και το νοτιοανατολικό άκρο της χώρας αρχίσαμε να καβαλάμε τα κύματα και να καταβροχθίζουμε τα μίλια με τρελές ταχύτητες. Το σκάφος μας με την μηχανή μόνο έπιανε με το ζόρι τα 6 μίλια την ώρα και τώρα με την βοήθεια και του ανέμου πηγαίναμε με 11 και πιάσαμε και τα 13,7 σε κάποια στιγμή!! Τα πρόσωπα μας επιτέλους χαμογελούσαν ή  όπως το λέει και ο φίλος μου ο Βασιλάκης “τα χαμόγελα επέστρεψαν στην ομάδα”. Η χαρά του παιδιού τα τεράστια κύματα που μας σπρώχνανε κάθε λίγο και κάνανε το σκάφος να φαίνετε σαν μια τεράστια σανίδα του surf” και εμάς να βγάζουμε κραυγές και ιαχές από χαρά. Επιτέλους τρέχουμε σκέφτηκα.. Εκείνη την στιγμή χτυπάει το τηλέφωνο μου. Ήταν ο Χριστόφορος. “Να δεις στον Πορτολάνο(ένα ειδικό βιβλίο που αναγράφονται όλες οι λεπτομέρειες από τα λιμάνια της περιοχής τα βάθη και πολλές άλλες χρήσιμες πληροφορίες) η είσοδος του λιμανιού είναι περίεργη θέλει προσοχή”. Αμέσως ανατρέξαμε στον Πορτολάνο και στο Gps μας και διαπιστώσαμε πως λόγο του κύματος που χτυπούσε την μπούκα του λιμανιού μεταφερότανε μεγάλες ποσότητες χώματος και το λιμάνι στην δεξιά του μεριά ήταν πολύ ρηχό με κίνδυνο να βρει η καρίνα μας κάτω. Έπρεπε να πάμε κοντά στην στεριά και κοντά στον κόκκινο φάρο( βρίσκετε πάντα στην αριστερή μεριά της εισόδου ενός λιμανιού) για να μπούμε αλλά και πάλι εκεί κοντά στην στεριά τα νερά ήταν ρηχά. Είχε σουρουπώσει όταν το άλλο σκάφος που προπορευόταν εξαφανιζότανε από τα μάτια μας έχοντας ήδη μπει στο λιμάνι.


( Το κυματάκι θύμιζε λίγο Καλιφόρνια!)

Το κύμα όσο πλησιάζαμε μεγάλωνε και μας πήγαινε ακόμη πιο γρήγορα προς την μπούκα. Λίγο πιο έξω και αφού συνεννοηθήκαμε για το πώς θα κατεβάσουμε πιο γρήγορα την μαΐστρα βάλαμε το σκάφος κόντρα στον άνεμο και την κατεβάσαμε χορεύοντας κυριολεκτικά από τα τεράστια πάνω-κάτω που κάναμε. Δευτερόλεπτα πριν προσεγγίσουμε μου έρχεται μήνυμα από τον Χριστόφορο στο κινητό “Πάρε με οπωσδήποτε”!! Ο νους μας πήγε αμέσως ότι κάτι κακό συνέβαινε! Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε αλλά τα τηλέφωνα νεκρά, ο ασύρματος τα ίδια. Ο νόμος του Μέρφι χτύπησε και πάλι! Κάποια στιγμή και ενώ είμαστε σε απόσταση αναπνοής από το λιμάνι αποφασίζω να αναβάλω για λίγο την προσπάθεια προσέγγισης μέχρι να επικοινωνήσουμε με κάποιο από τα παιδιά στο άλλο σκάφος και μάθουμε τι συμβαίνει. Ένας φάρος αναβόσβηνε με μπλε χρώμα. Τι να συνεβαινε άραγε; Πάθανε κάτι; Η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινα, η αναπνοή βάραινε, όλες οι αισθήσεις μας σε εγρήγορση προετοιμασμένες για το χειρότερο. Κάπου εκεί ακούγεται ένα μικρό φορητό ασύρματο που ο Χρήστος είχε κουβαλήσει(κατά καιρούς σε εκδρομές έχει φέρει τα πιο απίστευτα γκατζετάκια!) και που είχε δώσει και ένα ακόμη στο άλλο σκάφος για να μπορούμε να μιλάμε, αλλά  δεν δουλέψανε ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή. Ο Βασίλης μας καλούσε “Παιδιά μεγάλη προσοχή στην μπούκα είναι πολύ επικίνδυνα”. Ο κύριος Δημήτρης ακούστηκε να μονολογεί πώρε π****η μου σαν την Κόπα Καμπάνα είναι εδώ!! Τελικά παίρνουμε φόρα και μπαίνουμε. Ανακούφιση μεγάλη και η “αμαλαγιά”(όταν το νερό είναι ήρεμο χωρίς κύμα) του λιμανιού μας ζωντάνεψε ξανά. Τρία περιπολικά του λιμενικού στην μπούκα μας περιμένανε να μπούμε ενώ ο ένας από αυτούς έκανε τον σταυρό του που τα καταφέραμε! Οι τρελοί οι Έλληνες μπήκανε στο λιμάνι! Το Ροδάνθεμο (κατά κόσμων  Ροδούλα) έφτιαξε δύο ειδών μακαρονάδες και φάγαμε όλοι μαζί λέγοντας τα ψέματα μας(Οι ιστιοπλόοι το συνηθίζουν αυτό, λένε “κάτσε να πούμε κανένα ψέμα”)!
 


(Η Rocellica Ionica με το όμορφο κάστρο και την φοβερή παραλία).

 



  
 (Η μπούκα του λιμανιου την επόμενη μέρα και η ομάδα μας να την κοιτάει με θαυμασμό)

Δεν κατάλαβα πότε κοιμήθηκα, πρέπει να ήταν δέκα το βράδυ. Πολύ κούραση που όσο περνούσαν οι μέρες συσσωρευότανε σε όλη την ομάδα.  Το επόμενο πρωί περπατήσαμε μέχρι την μπούκα να δούμε σε τι κατάσταση ήταν και αν θα μπορούσαμε να φύγουμε. Ενώ ο αέρας είχε πέσει πάρα πολύ σε ένταση το κύμα υπήρχε μόνο εκεί μπροστά ίσα-ίσα να μην μπορούμε να βγούμε. Πήραμε απόφαση να μείνουμε και να επισκεφτούμε το μικρό χωριό.  

     Όπως γυρνούσαμε από την άκρη του ντόκου είδαμε δεμένα  κάτι πλοιάρια μικρά με επιγραφές αραβικές που ήταν πρόχειρα δεμένα και χτυπούσαν πάνω στον ντόκο χωρίς καμιά προστασία και διαλύονταν  σιγά-σιγά. Επάνω στο κατάστρωμα υπήρχαν ρούχα, παπούτσια, σωσίβια και διάφορα άλλα αντικείμενα παρατημένα όλα και εγκαταλειμμένα. Ήταν αυτά που μετέφεραν λαθρομετανάστες και είχαν πιαστεί προφανώς. Σοκαριστήκαμε σε αυτήν την εικόνα αλλά πιο πολύ όταν είδαμε ένα  μπιμπερό μωρού, εξοργιστήκαμε. Είναι άνθρωποι ρε γαμώτο!! Είναι ψυχούλες! Και καλά θα κάνουνε οι κυβερνήσεις που όλα τα έχουν λύσει να βρούνε και σε αυτό μια λύση πριν χαθούνε και άλλες αθώες ψυχές τόσο άδικα.

     Σκέφτηκα ότι και οι δικοί μου παππούδες και ίσως και οι δικοί σας κάπως έτσι φτάσανε στην Θεσσαλονίκη. Δύσκολα χωρίς βοήθεια, χωρίς τρόφιμα και χρήματα. Και τα κατάφεραν. Αφήστε  λοιπόν και αυτούς τους ανθρώπους να έχουν μια ελπίδα, μη τους πνίγετε, μην τους δολοφονείτε.


 

(Χωρίς Λόγια)!!!



  (Φανταστικό Εστιατόριο στην Rocellica Ionica)

       Θα φεύγαμε την επόμενη πρωί- πρωί. Έτσι και έγινε. Η μέρα πέρασε ήσυχα ενώ στην επιστροφή από το χωριό τα παιδιά ανακάλυψαν μια επιγραφή στην είσοδο της μαρίνας που έλεγε :” Τα λιμάνια του Οδυσσέα”  στα Ελληνικά. Πόσο περίφανοι νιώσαμε!Ήμασταν ήδη σε ένα από αυτά.



Μαζί με τον Χρήστο αποφασίσαμε να ράψουμε τις τέντες που μας είχαν σκιστεί γιατί δεν ξέραμε τι μας περιμένει τις επόμενες ημέρες. Κλωστή είχε πάρει ο κυρ Δημήτρης από ένα παζάρι που πήγε το πρωί ενώ βελόνα δεν είχαμε και κάναμε διάφορες πατέντες με διάφορα συρματάκια και κάτι συνδετήρες που βρήκαμε στο σκάφος. Τελικά τα καταφέραμε. Το βραδάκι ο κύριος Δημήτρης έφτιαξε μια σουπίτσα ωραιότατη και φάγαμε οι δύο μας μαζί με ένα ωραίο χειροποίητο ψωμί που είχε πάρει ο Χρήστος νωρίτερα.




(Εργασία και χαρά. Ο οδοντίατρος το είχε άσχημα με την λεπτοδουλειά!!)


Το φώς της ημέρας δεν είχε βγει καλά-καλά όταν άκουσα βήματα πάνω από το κεφάλι μου. Ο Χριστόφορος ήρθε να βεβαιωθεί ότι ξυπνήσαμε. Αρματωθήκαμε για μια ακόμη φορά και φύγαμε. Το κύμα πάλι εκεί αλλά μας έσπρωχνε λίγο καθώς ο αέρας έπεσε. Το ουράνιο τόξο που σχηματιζότανε πάνω από το χωριό που αφήναμε πίσω, μας έδινε κουράγιο και την υπόσχεση ότι όσο και αν ζοριστήκαμε τα πράγματα θα καλυτέρευαν. Ξαφνικά πάλι από την στεριά ο Πουνέντης έκανε την εμφάνιση του. Η θάλασσα άφριζε στα τριακόσια μέτρα μπροστά μας και αποφασίσαμε να μουδάρουμε την μαΐστρα (όταν μικραίνεις την επιφάνεια των πανιών σου για να μην παίρνει μεγάλη κλίση το σκάφος και να είναι πιο ευκολοταξίδευτο) σε λίγα δευτερόλεπτα ο άνεμος έφτασε τα 27 μίλια ένταση και αρχίσαμε να τρέχουμε και πάλι.




Σύντομα θα φτάναμε στο ακρωτήριο που ήταν μπροστά μας και θα θαυμάζαμε τις ανεμογεννήτριες αλλά και τον πανέμορφο φάρο στην άκρη του. Καβατζάραμε βλέποντας τις μεγάλες πλατφόρμες άντλησης αερίου από τον βυθό της θάλασσας. Έξω από το λιμάνι τα optimist έκαναν προπόνηση με τον λιγοστό αέρα που είχε απομείνει. Ήταν το λιμάνι του Κρότωνα. Σύμφωνα με την ιστορία ο Αρχιμήδης έζησε εκεί τριάντα χρόνια της ζωής του όπως μας ενημέρωσε ο Κύριος Δημήτρης. Αφού ανεφοδιαστήκαμε σε καύσιμα ένας ηλεκτρονικός ήρθε να δει γιατί δεν δούλευαν τα όργανα στο 43άρι αλλά και ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε με το καλώδιο που φόρτιζε και έδινε ρεύμα στο σκάφος μας. Φάγαμε σε ένα ωραίο εστιατόριο με πολύ ωραία πίτσα και πέσαμε για ύπνο.

 

 
( Οι ανεμογενήτριες και ο όμορφος Φάρος στον κάβο πριν το Crotone)

Την επόμενη μέρα στις πέντε τα χαράματα ξεκινούσαμε να πάμε στο “τακούνι της μπότας” στην Leuca. Ήταν ογδόντα μίλια απόσταση. Ο αέρας είχε εξαφανιστεί αλλά το κύμα κλασικά εκεί να μας κουνάει. Αφού περάσανε κάποιες ώρες, επικοινωνήσαμε με το άλλο σκάφος αποφασίζουμε να πάμε στους Οθωνούς. Δηλαδή να κάνουμε σαράντα μίλια παραπάνω(με την μηχανή μόνο αυτό σημαίνει περίπου έξι ώρες παραπάνω πλεύση).


( Στις χαραυγές ξεχνιέμαι... Γιάννης Χαρούλης)


Οι Οθωνοί είναι το πιο Βορειοδυτικό νησί της Ελλάδας και από την αρχή που ξεκινήσαμε είχα λυσσάξει να πάω να το δω. Όχι πως έχει τίποτα το ιδιαίτερο αλλά ήθελα πολύ μιας και είναι ένα από τα λίγα που δεν έχω πάει. Τελικά μετά από λίγες ώρες ξανά επικοινωνούμε με τα παιδιά και αποφασίζουμε να κάνουμε ένα κουράγιο και να το πάμε μέχρι τέλος στην Κέρκυρα με τον λόγο ότι την επόμενη μέρα το δελτίο καιρού έλεγε θύελλα και βροχές. Δηλαδή θα καλύπταμε μια απόσταση 150 μιλίων και αν σκεφτεί κανείς ότι από Θεσσαλονίκη –Αθήνα είναι περίπου 250 μίλια καταλαβαίνει το μέγεθος της απόστασης. Είχε πέσει η νύχτα και ακούγαμε ένα θόρυβο στο πλάι μας. Ήταν πολύ σκοτεινά και αριστερά μας άστραφτε. Ήταν δελφίνια που θα μας συνόδευαν για αρκετές ώρες..Είχαμε πετύχει πολλές φορές στο ταξίδι και μάλιστα ήταν πολύ μικρά και παιχνιδιάρικα.

    Αφήσαμε τους Οθωνούς αριστερά μας, το Μαθράκι δεξιά και την  Ερεικούσα αριστερά και τελικά προσεγγίσαμε το βόρειο άκρο της Κέρκυρας. Στις πέντε τα ξημερώματα μπαίναμε στην μαρίνα των γουβών. Τα είχαμε καταφέρει!



(Ο Ναυτικός Όμιλος Κέρκυρας και το κάστρο που δεσπόζει απο πάνω)

Πέσαμε ξεροί για ύπνο και την επόμενη μέρα ξεκουραστήκαμε. Κλείναμε δέκα μέρες από την μέρα που αφήσαμε την Θεσσαλονίκη πίσω μας. Αφήσαμε την θάλασσα και ανεβαίναμε τώρα με το λεωφορείο την Εγνατία οδό. Στο Μέτσοβο χιόνιζε και το τοπίο είχε μια απίστευτη ομορφιά.

Πηγαίναμε σπίτι μας…



(Χιονισμένο Μέτσοβο)